συνηφέρνω

συνηφέρνω
Ν
(διαλ. τ.) βλ. συνεφέρνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καλοσυνηφέρνω — ανακτώ τις αισθήσεις μου, συνέρχομαι εντελώς, σωματικά ή ψυχικά, ξαναβρίσκω την ψυχική μου γαλήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + συνηφέρνω (άλλος τ. τού συνεφέρνω) «συνέρχομαι»] …   Dictionary of Greek

  • συνεφέρνω — και διαλ. τ. συνηφέρνω Ν 1. (μτβ.) βοηθώ κάποιον να ανακτήσει τις δυνάμεις του, τόν επαναφέρω στην αρχική φυσιολογική κατάσταση του 2. (αμτβ.) ανακτώ τις αισθήσεις ή τις δυνάμεις μου, συνέρχομαι σωματικώς ή ψυχικώς 3. μτφ. α) (μτβ.) συντελώ στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”